Άγχος και Αγχώδεις Διαταραχές
Το Άγχος είναι συναίσθημα συγγενές με το φόβο. Ο φόβος σαν πρωτογενές συναίσθημα προκαλείται από μια πραγματική απειλή, ενώ το άγχος είναι το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων σύνθετης φύσης.Είναι η αντίδραση σε μια απειλή άγνωστη,και ανάλογα με την ένταση και τη διάρκειά της,συνιστά Ψυχική διαταραχή.
Τα συμπτώματα του άγχους είναι ψυχολογικά. Ενδεικτικά ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει αίσθημα φόβου, δυσκολία συγκέντρωσης, ευερεθιστότητα, νευρικότητα, διαταραχές ύπνου, και σωματικά ενοχλήματα αίσθημα παλμών, τρόμος, ζάλη, δύσπνοια, εφίδρωση, κόπωση.
Οι ασθενείς βιώνουν έντονο και παρατεταμένο φόβο και αγωνία, με αποτέλεσμα να αισθάνονται ψυχική αδυναμία και κατά συνέπεια να μην έχουν το θάρρος να αναζητήσουν βοήθεια.
Το άγχος αφορά ιατρική πάθηση που μπορεί να αντιμετωπιστεί. Βοηθώντας τον ασθενή να συνειδητοποιήσει αυτό που του συμβαίνει, συμβάλλουμε στην άρση της φοβίας και ενθαρρύνουμε τον ασθενή να καταπολεμήσει τα συμπτώματα του άγχους.
Υπηρεσίες & θεραπευτικές προσεγγίσεις
Τι είναι η Διαταραχή Πανικού;
Η Διαταραχή Πανικού και η Αγοραφοβία εντάσσονται στις αγχώδεις διαταραχές. Οι αγχώδεις διαταραχές εμφανίζονται πιο συχνά από οποιαδήποτε άλλη ψυχολογική διαταραχή στο γενικό πληθυσμό.
Η κρίση πανικού ορίζεται ως μία εμπειρία έντονου φόβου ή οξείας ανησυχίας η οποία συνοδεύεται από συμπτώματα τα οποία εμφανίζονται ξαφνικά και αιφνίδια και κορυφώνονται μέσα σε ένα διάστημα 10 λεπτών.
Τα συμπτώματα που εκδηλώνει ένα άτομο κατά τη διάρκεια μίας κρίσης πανικού είναι τα εξής:
• επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού και αίσθημα ότι η καρδιά πάει να σπάσει
• εφίδρωση
• πόνος στο στήθος
• «κοφτές», γρήγορες αναπνοές και αίσθημα δύσπνοιας
• αίσθημα ζάλης, αστάθειας ή λιποθυμίας
• σφίξιμο στο στομάχι
• τρέμουλο, ρίγη ή ξαφνικά αισθήματα ζέστης
• φόβος ότι το άτομο θα χάσει τον έλεγχο ή ότι θα τρελαθεί
• φόβος ότι θα πεθάνει
Η διάγνωση της Διαταραχής Πανικού δίνεται όταν το άτομο εκδηλώνει επανειλημμένες κρίσεις πανικού και τουλάχιστον για ένα μήνα ανησυχεί επίμονα μήπως εμφανίσει ξανά μία κρίση πανικού, στεναχωριέται για τις επιπτώσεις των κρίσεων πανικού και έχει αλλάξει σημαντικά η συμπεριφορά του.
Η διάγνωση της Διαταραχής Πανικού δίνεται μόνο στην περίπτωση που τα προαναφερθέντα συμπτώματα δεν οφείλονται σε κάποια ασθένεια ή χρήση ουσιών. Καθώς τα συμπτώματα της κρίσης πανικού είναι έντονα και εκδηλώνονται ξαφνικά, πολλές φορές το άτομο πιστεύει ότι πάσχει από μία σοβαρή οργανική ασθένεια όπως καρδιακή πάθηση ή ότι παθαίνει έμφραγμα, οπότε είναι πιθανό μετά από μία κρίση πανικού το άτομο να ζητήσει βοήθεια από έναν καρδιολόγο ή έναν παθολόγο. Τις περισσότερες φορές, η κρίση πανικού βιώνεται ως μια ιδιαίτερα τρομακτική εμπειρία.
Μετά από μία κρίση πανικού το άτομο νιώθει εξαντλημένο και εξουθενωμένο και είναι αναμενόμενο να φοβάται μήπως εμφανιστεί ξανά μία κρίση πανικού. Η ανησυχία αυτή πολλές φορές περιγράφεται και ως άγχος αναμονής.
Σε πολλές περιπτώσεις οι κρίσεις πανικού συνοδεύονται και από αγοραφοβία ως μία προσπάθεια του ατόμου να μειώσει τις πιθανότητες επανεμφάνισης κρίσεων.
Αγοραφοβία
Με τον όρο αγοραφοβία περιγράφεται ο φόβος και το έντονο άγχος του ατόμου να βρίσκεται σε μέρη ή καταστάσεις από όπου η διαφυγή μπορεί να είναι δύσκολη ή μπορεί να μην υπάρχει η δυνατότητα βοήθειας στην περίπτωση που εκδηλώσει κρίση πανικού.
Το άτομο που έχει εμφανίσει αγοραφοβία φοβάται να βγει μόνο του έξω από το σπίτι ή/και να μείνει μόνο του μέσα στο σπίτι, να ταξιδέψει με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, να σταθεί σε μία ουρά, να μπει σε τούνελ, να περάσει πάνω από γέφυρα, να πάει στο κινηματογράφο ή στο θέατρο ή σε μέρη όπου υπάρχει πολύς κόσμος κ.α. Σε πολλές περιπτώσεις όταν έχει κάποιον μαζί του δέχεται να βρεθεί σε καταστάσεις ή μέρη που αποφεύγει.
Το άτομο μπορεί να έχει τα συμπτώματα της αγοραφοβίας για πολλά χρόνια χωρίς απαραίτητα να εκδηλώνει κρίσεις πανικού. Η λειτουργικότητα του ατόμου επηρεάζεται ανάλογα με την σοβαρότητα της αγοραφοβίας. Εξαιτίας των κρίσεων πανικού και της αγοραφοβίας πολλά άτομα δεν εργάζονται, δεν διασκεδάζουν, δεν κάνουν τα ψώνια τους.
Επίσης πολλά άτομα αποφεύγουν εντελώς δραστηριότητες οι οποίες αυξάνουν τον καρδιακό ρυθμό (όπως ο αθλητισμός ή η σεξουαλική δραστηριότητα) από φόβο μήπως προκληθεί κρίση πανικού.
Η σχέση μεταξύ Διαταραχής Πανικού και Αγοραφοβίας
Πλέον η Διαταραχή Πανικού και η Αγοραφοβία αναγνωρίζονται ως δύο ξεχωριστές διαταραχές σε αντίθεση με το παρελθόν όπου η αγοραφοβία θεωρούνταν μια επιπλοκή της Διαταραχής Πανικού. Η αλλαγή αυτή έγινε καθώς η σχέση μεταξύ της Διαταραχής Πανικού και της Αγοραφοβίας είναι περίπλοκη.
Από την μια πλευρά, δεν εκδηλώνουν όλα τα άτομα με Διαταραχή Πανικού αγοραφοβία. Έχουν εξεταστεί πολλοί παράγοντες που μπορεί να συνδέονται με την εκδήλωση της Αγοραφοβίας στα άτομα με Διαταραχή Πανικού όπως η ένταση, η συχνότητα, η διάρκεια της Διαταραχής Πανικού, η ηλικία έναρξης της διαταραχής, αλλά φαίνεται ότι κανένας δεν είναι ισχυρός. Ο μόνος ίσως παράγοντας που προβλέπει την εμφάνιση της αγοραφοβίας στη Διαταραχή Πανικού είναι το φύλο. Έτσι, οι γυναίκες με Διαταραχή Πανικού τείνουν να εκδηλώνουν και Αγοραφοβία.
Από την άλλη πλευρά, δεν έχουν εκδηλώσει όλα τα άτομα με Αγοραφοβία κρίσεις πανικού. Από έρευνες στην κοινότητα φαίνεται ότι το 50% των ατόμων με αγοραφοβία δεν έχει ιστορικό κρίσεων πανικού.
Πόσο συχνή είναι η Διαταραχή Πανικού και η Αγοραφοβία
Υπολογίζεται ότι 2% – 4% του γενικού πληθυσμού θα εμφανίσει Διαταραχή Πανικού κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του και από αυτούς το 1/3 έως και το 1/2 θα εκδηλώσει και αγοραφοβία. Οι έρευνες υπολογίζουν επίσης ότι το 50% των ατόμων που έχουν εκδηλώσει Διαταραχή Πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία είναι πιθανό να εμφανίσει και κατάθλιψη.
Το γνωσιακό συμπεριφοριστικό μοντέλο για την Διαταραχή Πανικού και την Αγοραφοβία
Τα τελευταία χρόνια η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική παρέμβαση για την αντιμετώπιση της Διαταραχής Πανικού και της Αγοραφοβίας θεωρείται ως η θεραπεία εκλογής καθώς φαίνεται από τις έρευνες ότι έχει πολλή μεγάλη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της διαταραχής και μειώνει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα επανεμφάνισής της. Το Γνωσιακό Συμπεριφοριστικό μοντέλο θεραπείας υποστηρίζει ότι κρίση πανικού προκαλείται επειδή ενεργοποιείται ο βιολογικός μηχανισμός της «φυγής ή πάλης».
Ο βιολογικός αυτός μηχανισμός ενεργοποιείται όταν το άτομο έχει να αντιμετωπίσει μία απειλητική κατάσταση, όπως για παράδειγμα να τρέξει γρήγορα στο απέναντι πεζοδρόμιο όταν έρχεται καταπάνω του ένα αυτοκίνητο με υπερβολική ταχύτητα. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο μηχανισμός αυτός έχει προσαρμοστική ισχύ και συνδέεται με την επιβίωση του ανθρώπου κατά την διάρκεια της εξελικτικής του πορείας. Καθώς όμως ο άνθρωπος πλέον δεν ζει στη φύση και δεν έχει να αντιμετωπίσει τόσο συχνά πραγματικές απειλητικές καταστάσεις, ο μηχανισμός αυτός ενεργοποιείται και σε συνθήκες οι οποίες δεν θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του ανθρώπου, ελλείψει ενός άλλου βιολογικού μηχανισμού αντιμετώπισης ανάλογων καταστάσεων*.
Η ενεργοποίηση του μηχανισμού της «πάλης ή φυγής» βιολογικά είναι η έκκριση αδρεναλίνης από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα με αποτέλεσμα η καρδιά μας να αρχίσει να χτυπά δυνατά ώστε να παρέχεται περισσότερο οξυγόνο στους ιστούς, οι μύες μας σφίγγουν επειδή μεταφέρεται εκεί περισσότερο αίμα το οποίο μειώνεται από τα άκρα με αποτέλεσμα να νιώθουμε τα άκρα μας παγωμένα, ο ρυθμός της αναπνοής μας επιταχύνεται ώστε ο οργανισμός μας να διοχετεύεται με περισσότερο οξυγόνο και για αυτό το λόγο μπορεί να αισθανόμαστε ζάλη και πόνο στο στήθος, διαστέλλονται οι κόρες των ματιών μας με αποτέλεσμα την ευαισθησία στο φως και ιδρώνουμε ώστε να διατηρηθεί σε σταθερό επίπεδο η θερμοκρασία του σώματός μας.
Η ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την απειλή. Μόλις παρέλθει ο κίνδυνος, το σώμα μας σταδιακά επιστρέφει στη συνήθη του κατάσταση.
Όταν η ενεργοποίηση της «φυγής ή πάλης» συμβαίνει χωρίς να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος το άτομο εκδηλώνει μια κρίση πανικού. Το άτομο θα αρχίσει να συνδέει την κατάσταση (ή παρόμοιες καταστάσεις) με την εμπειρία της κρίσης πανικού και θα αρχίσει να ερμηνεύει με καταστροφικό – απειλητικό τρόπο ένα ουδέτερο ερέθισμα (π.χ. την πολυκοσμία σε ένα εμπορικό κατάστημα). Η αρνητική αυτή ερμηνεία έχει σαν αποτέλεσμα την ένταση των συμπτωμάτων και έτσι θα επιβεβαιωθεί η πεποίθηση του κινδύνου. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος όπου ένα σωματικό σύμπτωμα (όπως η ταχυκαρδία) ερμηνεύεται με έναν απειλητικό τρόπο όταν εμφανίζεται σε συγκεκριμένες συνθήκες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το άγχος και ο φόβος του ατόμου τα οποία με την σειρά τους αυξάνουν τα σωματικά συμπτώματα (η καρδιά χτυπά πιο δυνατά, αυξάνεται ο ρυθμός της αναπνοής κ.τ.λ.) και να γίνονται πιο απειλητικές οι σκέψεις που κάνει το άτομο (θα πεθάνω, τρελαίνομαι).
Οι κρίσεις πανικού σύμφωνα με το Γνωσιακό Συμπεριφοριστικό μοντέλο αφενός εκδηλώνονται εξαιτίας των απειλητικών σκέψεων που κάνει το άτομο αφετέρου συντηρούνται και από τις συμπεριφορές αποφυγής.
Η αγοραφοβία αντιμετωπίζεται ως συμπεριφορά αποφυγής επειδή το άτομο αποφεύγει να έρθει σε επαφή με καταστάσεις τις οποίες εσφαλμένα τις έχει ερμηνεύσει ως απειλητικές (επειδή υπάρχει περίπτωση να εμφανίσει μία κρίση πανικού).
Η αποφυγή αυτή όμως αν και βραχυπρόθεσμα ανακουφίζει το άτομο, μακροπρόθεσμα ενισχύει τον φόβο του, αυξάνει το άγχος του και του «επιβεβαιώνει» τις απειλητικές του σκέψεις. Επιπλέον αυξάνει τα αρνητικά συναισθήματα του ατόμου και του δημιουργεί την αίσθηση της ευαλωτότητας.
*Ως τρόπους αντιμετώπισης μη απειλητικών αλλά αγχωτικών καταστάσεων οι άνθρωποι έχουν αναπτύξει τις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, οι οποίες δεν αφορούν άμεση βιολογική αντίδραση αλλά μία σειρά ικανοτήτων και δεξιοτήτων οι οποίες έχουν αναπτυχθεί με τη συμβολή των γνωστικών μας ικανοτήτων.
Βιβλιογραφία
Barlow, D. H. (2014) Clinical Handbook of Psychological Disorders, N.Y.: The Guilford Press.
Craighead, L.D., Graighead,W.E., Kazdin, A. & Mahoney, M.J. ( 1994) Cognitive and Behavioral Interventions, N.Y.: Allyn & Bacon.
Καλπάκογλου, Θ. (1997) «Άγχος και πανικός: Γνωσιακή θεωρία και θεραπεία», Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Μαυροειδή Α. Διαταραχή Πανικού, Αγοραφοβία και η σχέση τους. e-psychology.
Τι είναι η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους;
Πολλοί από εμάς όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με διάφορες κοινωνικές καταστάσεις νιώθουμε αμήχανα, άβολα ή κυριευόμαστε από άγχος. Όταν συναντάμε άτομα για πρώτη φορά ή άτομα σημαντικά για εμάς, όταν πρόκειται να μιλήσουμε σε ένα κοινό ή ακόμα και σε μία παρέα, όταν καλούμαστε να πούμε την γνώμη μας ή να παρουσιάσουμε τον εαυτό μας, όταν επικοινωνούμε με άτομα του αντίθετου φύλου, μπορεί οι παλμοί μας να ανεβαίνουν, να αρχίζει να χτυπά πιο γρήγορα η καρδιά μας, να κοκκινίζουμε.
Στο γενικό πληθυσμό 20-40% των ατόμων δηλώνουν ότι σε καταστάσεις όπως οι προαναφερθείσες νιώθουν άγχος. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους ή Κοινωνική Φοβία είναι η πιο έντονη και ακραία μορφή αυτού του άγχους η οποία λειτουργεί ανασταλτικά στην κοινωνική ζωή του ατόμου. Όταν το άγχος που εμφανίζεται στις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις προκαλεί δυσφορία μόνο στην αρχή και στη συνέχεια υποχωρεί, χωρίς να περιορίζει την κοινωνική ζωή του ατόμου, θεωρείται μη δυσλειτουργικό. Όταν, όμως, έχει σαν αποτέλεσμα το άτομο σταδιακά να εγκαταλείπει και να αποφεύγει τις κοινωνικές συναλλαγές τότε είναι δυσλειτουργικό και χρειάζεται θεραπευτική αντιμετώπιση.
Το άτομο με Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους μπορεί να αποφεύγει μια ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις καθώς αναμένει ότι οι άλλοι θα το κρίνουν αρνητικά. Έτσι, είτε όταν βρίσκεται, είτε όταν πρόκειται να βρεθεί σε κοινωνικές καταστάσεις το άγχος εντείνεται (το άτομο εκδηλώνει ταχυκαρδία, εφίδρωση, τρέμουλο, πόνος στο στομάχι, ξηροστομία) με αποτέλεσμα το άτομο να αρχίσει να πιστεύει ότι δεν θα τα καταφέρει, θα φανεί ανεπαρκές και πολύ αγχωμένο. Η πεποίθηση αυτή ισχυροποιεί τον φόβο της αρνητικής κριτικής και εγκαθιδρύει την αποφυγή των κοινωνικών καταστάσεων ως τρόπο ανακούφισης από το άγχος. Η αποφυγή όμως των κοινωνικών καταστάσεων έχει σαν αποτέλεσμα να πλήττεται τόσο η κοινωνική ζωή του ατόμου όσο και γενικότερα η ποιότητα της ζωής του (τα άτομα με Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους συχνά δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, δυσκολεύονται στην αγορά εργασίας, δεν διαθέτουν κοινωνικό υποστηρικτικό περίγυρο, μένουν άγαμα κ.α.).
Πόσο συχνή είναι η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους;
Έρευνες έχουν δείξει ότι η εμφάνιση της Διαταραχής Κοινωνικού Άγχους στο γενικό πληθυσμό κυμαίνεται από 3% έως 13%. Εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα σε άντρες και σε γυναίκες σε κλινικό πληθυσμό ενώ στο γενικό πληθυσμό φαίνεται ότι είναι πιο συχνή στις γυναίκες.
Η έναρξη της διαταραχής γίνεται στην εφηβεία και αν δεν αντιμετωπιστεί θεραπευτικά παίρνει χρόνια μορφή με σημαντικές συνέπειες στη ζωή του ατόμου. Λόγω της φύσης της διαταραχής, τα άτομα που έχουν Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους αναζητούν πιο σπάνια θεραπεία σε σύγκριση με τα άτομα που έχουν κάποια άλλη διαταραχή.
Το Γνωσιακό Συμπεριφοριστικό μοντέλο για τη Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους.
Σύμφωνα με το Γνωσιακό Συμπεριφοριστικό μοντέλο θεραπείας τα άτομα με κοινωνική φοβία διαμορφώνουν αρνητικές πεποιθήσεις σχετικά με το «κοινό» δηλαδή με την ομάδα ατόμων ή τα μεμονωμένα άτομα με τα οποία έρχονται σε επαφή. Οι βασικές πεποιθήσεις που διαμορφώνουν τα άτομα με κοινωνική φοβία σε σχέση με το «κοινό» αφορούν τα εξής:
• Το «κοινό» παρατηρεί την συμπεριφορά του ατόμου.
• Το «κοινό» έχει υψηλές προσδοκίες από το άτομο.
• Το άτομο δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει αυτές τις υψηλές προσδοκίες.
• Τα άτομο δεν θα μπορέσει να ελέγξει το άγχος του το οποίοι θα γίνει ορατό από το «κοινό» και θα εντείνει την κριτική του.
• Οι συνέπειες της αρνητικής κριτικής θα είναι σημαντικές για το άτομο.
Καθώς το άτομο με κοινωνική φοβία αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ανεπαρκή, ελαττωματικό και μη αρεστό, η προοπτική της επαφής με το «κοινό», οδηγεί σε έντονο άγχος. Το άγχος αυτό πυροδοτεί περαιτέρω αρνητικές σκέψεις, τόσο για την παρουσία του ατόμου, όσο και για τον τρόπο που θα αξιολογηθεί από τους άλλους. Έτσι, πριν την κοινωνική επαφή, το άτομο σκέφτεται όλα τα πιθανά αρνητικά σενάρια που μπορεί να συμβούν. Μέσω αυτής της διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της κοινωνικής επαφής το άγχος του ατόμου είναι υψηλό, γεγονός που πυροδοτεί νέες αρνητικές σκέψεις, τόσο για τον εαυτό όσο και για το πώς οι άλλοι το κρίνουν, και επιπρόσθετη αύξηση του άγχους. Το άτομο είναι πιθανό να αποσυρθεί, επιβεβαιώνοντας την πεποίθησή του ότι δεν είναι κοινωνικά επαρκές και χάνοντας ταυτόχρονα, την ευκαιρία να αναθεωρήσει τις πεποιθήσεις αυτές μέσω μια θετικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Μετά το τέλος της κοινωνικής επαφής το άτομο κάνει έναν απολογισμό της «παρουσίας» του και του τρόπου με τον οποίο οι άλλοι (πιστεύει ότι ) το έκριναν, δίνοντας έμφαση στα αρνητικά δεδομένα, τα οποία, εξαιτίας της κοινωνικής του απόσυρσης, μπορεί να είναι και τα περισσότερα (π.χ. σε μια κοινωνική εκδήλωση, το άτομο που είναι απομονωμένο, δεν διατηρεί την βλεμματική επαφή με τους άλλους και αποφεύγει την εμπλοκή σε συζητήσεις, είναι πολύ πιθανό να παραμείνει απομονωμένο και οι άλλοι σταδιακά να το αγνοούν, επιβεβαιώνοντας την αρνητική πεποίθηση του ατόμου ότι δεν γίνεται αρεστό). Ο απολογισμός αυτός συντηρεί και εντείνει το άγχος σε αναμονή της επόμενης κοινωνικής επαφής.
Βιβλιογραφία
André, C. & Légeron, P. (2007). O φόβος για τους άλλους. Αθήνα. Κέδρος
Barlow, D. H. (2015). Clinical Handbook of Psychological Disorders. N.Y. The Guilford Press.
Leahy, R., Holland, S., & McGinn. L. (2012). Treatment plans for depression and anxiety disorders. N.Y.: The Guilford Press.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Μαυροειδή, Α. Τι είναι το κοινωνικό άγχος και πότε γίνεται ανασταλτικός παράγοντας στην καθημερινότητά μας. E-psychology.
Τα άτομα με ΓΑΔ εκδηλώνουν και σωματικά συμπτώματα λόγω της χρόνιας ανησυχίας, όπως κούραση, εκνευρισμό, ένταση, αϋπνία, ευερεθιστότητα. Έρευνες έχουν δείξει ότι η ανησυχία των ατόμων με ΓΑΔ δεν διαφέρει από εκείνη των ατόμων χωρίς ΓΑΔ, ωστόσο οι πρώτοι τείνουν να ανησυχούν συχνότερα και η ανησυχία τους αφορά και θέματα ήσσονος σημασίας. Επίσης, τα άτομα με ΓΑΔ αναφέρουν ότι έχουν μεγάλη δυσκολία να σταματήσουν την ανησυχία όταν αυτή ξεκινήσει και σύντομα εξαπλώνεται και σε άλλα θέματα. Έτσι τα άτομα με ΓΑΔ εγκλωβίζονται σε αυτό τον κύκλο ανησυχίας τον οποίο δεν μπορούν να διακόψουν.
Πόσο συχνή είναι η ΓΑΔ;
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι το 5,8% έως και το 9% του πληθυσμού θα εκδηλώσει ΓΑΔ. Οι γυναίκες εμφανίζουν ΓΑΔ σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σύγκριση με τους άντρες. Η ΓΑΔ είναι μια χρόνια διαταραχή και πολλά άτομα με ΓΑΔ αναφέρουν ότι ανησυχούσαν για διάφορα θέματα ήδη από την παιδική τους ηλικία. Συνήθως τα άτομα με ΓΑΔ αναζητούν πολλά χρόνια μετά την έναρξη της διαταραχής βοήθεια με συνέπεια σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής τους. Επίσης, οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα με ΓΑΔ σε ποσοστό 90% θα εκδηλώσουν και κάποια άλλη διαταραχή με πιο συχνή την κατάθλιψη.
Ένα συμπεριφοριστικό μοντέλο παρέμβασης για τη ΓΑΔ στηριζόμενο στις αρχές της θεραπείας της Αποδοχής και Δέσμευσης (Acceptance and Commitment therapy-ACT).
Η Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης (ACT) ανήκει στο λεγόμενο «τρίτο κύμα» των γνωσιακών συμπεριφοριστικών θεραπειών. Η Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης έχει σαν στόχο να βοηθήσει το άτομο να αναπτύξει ψυχολογική ευελιξία δηλαδή «την ικανότητα να επικοινωνεί πλήρως, άμεσα και χωρίς άμυνες, με την εμπειρία του στο “εδώ και τώρα”, και να προσπαθεί να αλλάξει τις συμπεριφορές που δεν σχετίζονται ή να διατηρήσει εκείνες που σχετίζονται με τις προσωπικές του αξίες» (Hayes, 2004). Οι βασικές αρχές της ACT βασίζονται στην Relational Frame Theory σύμφωνα με την οποία η δομή της γλωσσικής γνώσης και αντίληψης μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό έξι διαδικασίες συνδέονται με την εκδήλωση των διαφόρων διαταραχών ή του «ψυχολογικού πόνου».
1. Αποφυγή βιωματικών εμπειριών (experiential avoidance): Η προσπάθεια για την αποφυγή των βιωματικών εμπειριών όπως οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι αναμνήσεις, οι σωματικές αισθήσεις, αν και ως στόχο έχει να ανακουφίσει το άτομο από κάτι επώδυνο τελικά είναι αυτή η οποία εντείνει τα αρνητικά συναισθήματα και τον πόνο (π.χ. η προσπάθεια να σταματήσουμε μια τραυματική ανάμνηση ή να καταστείλουμε μια αγχωτική σκέψη έχει σαν αποτέλεσμα η ανάμνηση ή η σκέψη αυτή να γίνει εντονότερη, να τη σκεφτόμαστε συχνότερα και να βιώνουμε έντονα αρνητικά συναισθήματα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα).
2. Γνωστική συγκόλληση (cognitive fusion): Ο όρος «γνωστική συγκόλληση» αναφέρεται στην τάση που έχουν τα άτομα να εγκλωβίζονται στο περιεχόμενο της σκέψης τους με αποτέλεσμα οι σκέψεις αυτές να κυριαρχούν και να μην μπορούν να ρυθμίσουν με αποτελεσματικό τρόπο τη συμπεριφορά τους. Όταν οι σκέψεις κυριαρχούν τα άτομα συγχέουν την πραγματικότητα με τις σκέψεις τους και με αυτό τον τρόπο πραγματικότητα και σκέψεις γίνονται ένα. Στόχος της Θεραπείας Αποδοχής και Δέσμευσης είναι το άτομο να μάθει να αναγνωρίζει τη διαφορά μεταξύ του γεγονότος και της ερμηνείας του γεγονότος και στη συνέχεια να τροποποιήσει τη σχέση του με τις σκέψεις αυτές: Αυτή είναι μια σκέψη και όχι η πραγματικότητα, μπορώ να συνεχίσω σύμφωνα με αυτά που θέλω ακόμα και αν έχω αυτή τη σκέψη.
3. Κυριαρχία του παρελθόντος και του μέλλοντος: περιορισμός της αυτό-γνώσης (dominance of the conceptualized past and future; limited self-knowledge): Τόσο η αποφυγή των εσωτερικών εμπειριών όσο και η γνωστική συγκόλληση απομακρύνουν το άτομο από το παρόν. Χωρίς επαρκή επαφή με το «εδώ και τώρα» το άτομο αντιδρά στις νέες καταστάσεις με τον τρόπο που αντιδρούσε και στο παρελθόν καθώς οι αντιδράσεις αυτές έχουν εγκαθιδρυθεί και ισχυροποιηθεί. Οι νέες δυνατότητες και προοπτικές αντίδρασης εξαλείφονται, έτσι το άτομο επαναλαμβάνει συμπεριφορές και σκέψεις του παρελθόντος, είτε είναι αποτελεσματικές στις νέες καταστάσεις που συναντά είτε όχι.
4. Προσκόλληση στην εικόνα του εαυτού που έχουμε διαμορφώσει (attachment to conceptualized self): Η εικόνα του εαυτού διαμορφώνεται καθώς το άτομο διηγείται τις εμπειρίες, τις πεποιθήσεις, τις επιθυμίες του, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τις λύσεις που χρειάζεται, τον τρόπο με τον οποίο διαφέρει από τους άλλους. Οι διηγήσεις αυτές είναι πολύ πιθανό να περιγράφουν γεγονότα, ωστόσο είναι πιθανό να μην είναι βοηθητικές στη ζωή του. Έτσι, η ίδια η ιστορία εγκλωβίζει το άτομο στην προβληματική κατάσταση και δεν του επιτρέπει να αναζητήσει λύσεις εκτός της κατάστασης αυτής, καθώς το άτομο δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σε μια άλλη κατάσταση εκτός της δικής του, αυτής που περιγράφει η ιστορία.
5. Έλλειψη ξεκάθαρων αξιών (lack of values clarity/contact): Οι αξίες που επιλέγει το άτομο στη ζωή του επηρεάζουν την καθημερινή συμπεριφορά του και λειτουργούν σαν πυξίδα στη ζωή του. Όταν όμως κυριαρχεί η προσπάθεια για την αποφυγή της βιωματικής εμπειρίας, το άτομο αποσυνδέεται και από τις αξίες του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναγνωρίσει τι πραγματικά έχει νόημα στη ζωή του.
6. Αδράνεια, παρορμητικότητα ή συνεχής αποφυγή (inaction, impulsivity, avoidant persistence): Συχνά το άτομο αναζητεί άμεσους τρόπους ανακούφισης από τον ψυχολογικό πόνο και καταφεύγει σε συμπεριφορές που απλά εξυπηρετούν αυτό τον βραχυπρόθεσμο στόχο. Η συμπεριφορά αυτή εντείνει όλες τις προηγούμενες διαδικασίες και έτσι το άτομο χάνει την επαφή με όλα εκείνα που θα είχαν μακροπρόθεσμα νόημα στη ζωή του.
Η Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης, όπως ήδη έχει ειπωθεί, στοχεύει στην ανάπτυξη της «ψυχολογικής ευελιξίας». Η «ψυχολογική ευελιξία» εγκαθιδρύεται μέσω έξι διαδικασιών η κάθε μια από τις οποίες στοχεύει στην εξάλειψη των έξι διαδικασιών που περιγράφηκαν παραπάνω.
1. Αποδοχή (acceptance): το άτομο εκπαιδεύεται στην αποδοχή των εσωτερικών εμπειριών ως μια διαδικασία που αντιστρατεύεται την αποφυγή των βιωματικών εμπειριών. Το άτομο μαθαίνει αντί να «παλεύει» με τα αρνητικά του συναισθήματα ή τις αρνητικές εσωτερικές του εμπειρίες (διαδικασία που εντείνει τις δυσφορίκες αυτές εσωτερικές εμπειρίες που το άτομο θέλει να αποφύγει) να έχει επίγνωση των εμπειριών αυτών. Επίσης, το άτομο καλείται να αποδεχτεί τις εσωτερικές αυτές εμπειρίες όπως είναι, χωρίς να προσπαθεί να τις αλλάξει. Το άτομο μαθαίνει να μην φοβάται τις εσωτερικές του εμπειρίες.
2. Αποκόλληση της σκέψης (cognitive defusion): Η αποκόλληση της σκέψης, σε αντίθεση με την αλλαγή του τρόπου σκέψης που εφαρμόζεται στην παραδοσιακή Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Θεραπεία, έχει σαν στόχο το άτομο να μάθει να αποσυνδέει τις λέξεις από το περιεχόμενό τους, από αυτό που σημαίνουν για το άτομο. Έτσι το άτομο μαθαίνει να παρατηρεί τις σκέψεις ως σκέψεις (σαν φαινόμενα δηλαδή και όχι σαν περιεχόμενο), τα συναισθήματα σαν συναισθήματα και τις αναμνήσεις σαν αναμνήσεις. Με αυτό τον τρόπο το άτομο αποσυνδέεται από σκέψεις, συναισθήματα κ.α που το αποπροσανατολίζουν από τις αξίες του. Το άτομο μαθαίνει «να κοιτά τις σκέψεις του» και όχι «να κοιτά από τις σκέψεις του».
3. Να είσαι παρόν (being present): Το άτομο ενθαρρύνεται να αναπτύξει την επίγνωση του «εδώ και τώρα» και να συνδέεται με τις εμπειρίες του όπως αυτές εμφανίζονται χωρίς να τις κρίνει ή να προσπαθεί να τις αλλάξει. Η σύνδεση με το παρόν ενδυναμώνει την ψυχολογική ευελιξία καθώς δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να αποκτήσει επίγνωση των δυνατοτήτων και των μαθησιακών ευκαιριών στην τρέχουσα κατάσταση.
4. Ο εαυτός ως πλαίσιο (self as context): Το άτομο ενθαρρύνεται να ενδυναμώσει την αίσθηση του εαυτού ως «πλαίσιο» δηλαδή να διαμορφώσει ένα «εγώ» ασφαλές μέσω του οποίου βιώνονται τα γεγονότα αλλά ταυτόχρονα διατηρείται η απόσταση από αυτά τα γεγονότα.
5. Προσδιορισμός αξιών (defining valued directions): Οι προηγούμενες διαδικασίας έχουν σαν στόχο να αποδυναμώσουν τις γλωσσικές εκείνες δομές οι οποίες είναι αναποτελεσματικές. Οι δύο τελευταίες διαδικασίες (ο καθορισμός των αξιών και η δέσμευση σε πράξεις) στοχεύουν στην ενδυνάμωση των γλωσσικών δομών οι οποίες είναι αποτελεσματικές/ βοηθητικές για το άτομο. Το άτομο υποστηρίζεται ώστε να επιλέξει τις αξίες εκείνες που έχουν νόημα για το ίδιο και έτσι να διαμορφώσει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με τις αξίες αυτές.
6. Δέσμευση σε πράξεις (committed action): Το άτομο ενθαρρύνεται να αναπτύσσει συμπεριφορές και μοτίβα συμπεριφορών τα οποία είναι σύμφωνα με τις αξίες του. Το άτομο θέτει συγκεκριμένους στόχους, οι οποίοι απορρέουν από τις αξίες του και κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουν νόημα για το ίδιο το άτομο.
Η εφαρμογή τεχνικών της Θεραπείας Αποδοχής και Δέσμευσης στην αντιμετώπιση της ΓΑΔ φαίνεται ότι είναι αποτελεσματική. Έτσι έχει αναπτυχθεί ένα συμπεριφοριστικό μοντέλο παρέμβασης στη ΓΑΔ το οποίο στηρίζεται στις αρχές της Θεραπείας Αποδοχής και Δέσμευσης.
Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, τα άτομα με ΓΑΔ είναι πιθανό να εφαρμόζουν τρεις μαθημένες συμπεριφορές οι οποίες συντελούν τόσο στην εμφάνιση όσο και στη συντήρηση τη διαταραχής:
1. Αντίδραση στις εσωτερικές εμπειρίες με άγχος και επικριτική στάση: Από τις έρευνες σε σχέση με τις αγχώδεις διαταραχές έχει φανεί ότι η εμπειρία του άγχους και του φόβου αυτή καθ’ αυτή δεν συνδέεται με την εκδήλωση κάποιας διαταραχής. Αντίθετα, η αντίδραση του ατόμου σε αυτά τα συμπτώματα έχει σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση των συμπτωμάτων, την μεγαλύτερη διάρκειά τους, την επιβάρυνση στην ποιότητα ζωής του ατόμου και τελικά την εμφάνιση μιας αγχώδους διαταραχής. Τα άτομα με ΓΑΔ έχουν αυξημένη ευαισθησία στο στρες, αντιδρούν με αρνητικότητα στα συναισθήματα που βιώνουν και ανησυχούν για την ανησυχία τους. Χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους ως αγχώδεις, συγχέοντας την εμπειρία τους με την ατομική τους ταυτότητα και υιοθετούν μια επικριτική στάση απέναντι στον εαυτό τους με αποτέλεσμα το άγχος να αυξάνεται. Τα παραπάνω δεν επιτρέπουν στο άτομο να δει τις εναλλακτικές που έχει και να διαχειριστεί αποτελεσματικά το άγχος.
2. Άκαμπτες προσπάθειες να αποφύγουν το άγχος: Οι άνθρωποι συχνά προσπαθούν να μην σκέφτονται ή να μην αισθάνονται δυσάρεστες σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις. Αν και η προσπάθεια αυτή είναι μια φυσική αντίδραση απέναντι σε μια δυσφορική εσωτερική εμπειρία, πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι οι προσπάθειες αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της συχνότητας με την οποία αυτές οι εσωτερικές εμπειρίες εμφανίζονται και την συνακόλουθη αύξηση του άγχους το οποίο ενισχύει περαιτέρω τις προσπάθειες αποφυγής. Έτσι ενδυναμώνεται ο κύκλος των δυσάρεστων εσωτερικών εμπειριών και της αποφυγής. Σε ό,τι αφορά τη ΓΑΔ έχει φανεί ότι η ίδια η ανησυχία, ως διαδικασία, λειτουργεί ως αποφυγή των δυσφορικών εσωτερικών εμπειριών καθώς από την μια πλευρά μειώνει την σωματική αντίδραση απέναντι στο στρεσογόνο γεγονός και από την άλλη πλευρά αποσπά το άτομο από άλλες περισσότερο στρεσογόνες καταστάσεις.
3. Αποφυγή καταστάσεων: Τα άτομα με ΓΑΔ πολύ συχνά αποφεύγουν καταστάσεις ώστε να μην αγχωθούν και ξεκινήσει ο κύκλος της ανησυχίας. Άλλες φορές, παρόλο που βρίσκονται σε καταστάσεις που οι ίδιοι θεωρούν σημαντικές, δεν απολαμβάνουν την παρουσία τους εκεί, καθώς ανησυχούν για το τι πρόκειται να γίνει ή να πάει στραβά. Έτσι, η ποιότητα ζωής τους επηρεάζεται αρνητικά.
Το συμπεριφοριστικό μοντέλο παρέμβασης για την ΓΑΔ που στηρίζεται στην Θεραπεία Αποδοχής και Δέσμευσης έχει σαν στόχο να βοηθήσει το άτομο:
1. Να καλλιεργήσει μια διευρυμένη (σε αντίθεση με την περιορισμένη), συμπονετική (σε αντίθεση με την επικριτική) και αποκεντρωμένη (σε αντίθεση με την προσκολλημένη) στάση απέναντι στις εσωτερικές εμπειρίες του,
2. Να αναπτύξει την αποδοχή και την προθυμία να βιώσει εσωτερικές εμπειρίες και
3. Να δεσμευτεί απέναντι σε πράξεις που έχουν νόημα για το ίδιο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barlow, D. H. (2014) Clinical Handbook of Psychological Disorders, N.Y.: The Guilford Press
Luoma, J., Hayes, C., & Wasler, R. (2007). Learning ACT. Oakland: Context Press.
Τι είναι η ειδική φοβία;
Με τον όρο ειδική φοβία περιγράφεται ο φόβος για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση ή ζώο. Οι πιο συνηθισμένες φοβίες αφορούν τα έντομα, τα φίδια, τα ποντίκια, τις νυχτερίδες, τα ύψη, το νερό, τις καταιγίδες, τις γέφυρες, τα τούνελ, τα ΜΜΜ κ.α. Ο φόβος είναι τόσο έντονος που το άτομο αποφεύγει να έρθει σε επαφή με τη κατάσταση, το αντικείμενο ή το ζώο που φοβάται. Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η αποφυγή, το άτομο βιώνει έντονο άγχος και φόβο ο οποίος μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση πανικού. Ο φόβος για συγκεκριμένες καταστάσεις είναι κοινός και το 60% των ατόμων αναφέρουν ότι φοβούνται συγκεκριμένα αντικείμενα, καταστάσεις ή ζώα. Το 12% από αυτά τα άτομα θα μπορούσαν να πάρουν τη διάγνωση της ειδικής φοβίας.
Ποιες είναι οι αιτίες της ειδικής φοβίας και πώς συντηρείται;
Μια πρώτη πιθανή ερμηνεία για την εμφάνιση της ειδικής φοβίας είναι ότι οι άνθρωποι τείνουν να φοβούνται καταστάσεις, αντικείμενα ή ζώα που ήταν επικίνδυνα κατά την διάρκεια των προϊστορικών χρόνων. Π.χ. τα έντομα, τα φίδια, τα ύψη θα μπορούσαν να αποβούν μοιραία για τους προϊστορικούς ανθρώπους. Ο φόβος για αυτές τις καταστάσεις επομένως ήταν χρήσιμος και προσαρμοστικός καθώς οι άνθρωποι είτε τις απέφευγαν είτε λάμβαναν μέτρα προστασίας. Από αυτή την άποψη η εκδήλωση της ειδικής φοβίας αποτελεί κατάλοιπο αυτού του φόβου χωρίς όμως αντίκρισμα στη σύγχρονη κοινωνία.
Μια δεύτερη ερμηνεία για την εκδήλωση της ειδικής φοβίας αφορά τη θεωρία της μάθησης. Ένα άτομο εκδηλώνει ειδική φοβία για μια κατάσταση είτε επειδή είχε το ίδιο μια τραυματική εμπειρία (π.χ. μια επίθεση από ένα σκύλο) είτε επειδή έμαθε να φοβάται τη συγκεκριμένη κατάσταση μέσω της παρατήρησης ενός άλλου ατόμου που φοβάται την κατάσταση αυτή (π.χ. κάποιο μέλος της οικογένειας φοβόταν το ασανσέρ και το άτομο δεν το χρησιμοποιεί καθώς έχει αποκτήσει τον ίδιο φόβο).
Η ειδική φοβία, σύμφωνα με το Γνωσιακό Συμπεριφοριστικό μοντέλο, συντηρείται καθώς το άτομο είτε αποφεύγει την κατάσταση (αντικείμενο ή ζώο) που φοβάται, είτε καταφεύγει σε τρόπους που θεωρεί ότι θα το προστατέψουν από την κατάσταση αυτή ή θα το βοηθήσουν να διατηρήσει σε χαμηλό επίπεδο το άγχος του (π.χ. κλείνει τα μάτια του όταν περνά από τούνελ, κρατιέται από το κάθισμα του αεροπλάνου, μιλάει στο κινητό τηλέφωνο, προσεύχεται κ.α.). Τόσο η αποφυγή όσο οι «συμπεριφορές ασφάλειας», όπως ονομάζονται δεν επιτρέπουν στο άτομο να ελέγξει στην πράξη τις πεποιθήσεις του γύρω από την κατάσταση που φοβάται («τα ασανσέρ είναι επικίνδυνα») ή να διαπιστώσει ότι τελικά μπορεί να αντιμετωπίσει τον φόβο του (τα ασανσέρ δεν είναι επικίνδυνα και όσο πιο συχνά τα χρησιμοποιώ τόσο λιγότερο άγχος και φόβο νιώθω»).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barlow, D. (2014). Clinical handbook of psychological disorders. N.Y.: The Guilford Press.
Leahy, R., Holland, S., & McGinn. L. (2012). Treatment plans for depression and anxiety disorders. N.Y.: The Guilford Press.
Τι είναι η Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους ;
Η Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους είναι μια συνηθισμένη αντίδραση ύστερα από ένα πολύ στρεσογόνο ή τραυματικό γεγονός. Ως τραυματικό γεγονός μπορεί να θεωρηθεί οποιοδήποτε γεγονός αποτέλεσε απειλή για τη ζωή ή το άτομο το εξέλαβε ως απειλητικό για τη ζωή του: αυτοκινητιστικό ατύχημα, σωματική ή σεξουαλική επίθεση ή κακοποίηση, μάχη, φυσική καταστροφή (π.χ. σεισμός, πλημμύρα) ή καταστροφή προκαλούμενη από ανθρώπινο παράγοντα (π.χ. βομβιστική επίθεση), η διάγνωση μια θανατηφόρας ασθένειας. Επίσης τραυματικό γεγονός μπορεί να αποτελέσει και το να γίνει μάρτυρας κάποιος ενός τραυματικού γεγονότος (π.χ. μάρτυρας ενός σοβαρού τροχαίου ατυχήματος) ή να δει κάποιον να πεθαίνει.
Η Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους μπορεί να εκδηλωθεί είτε αμέσως μετά την τραυματική εμπειρία είτε και χρόνια μετά. Σχεδόν οι μισοί άνθρωποι οι οποίοι βιώνουν ένα τραυματικό γεγονός αρχίζουν να νιώθουν καλύτερα και τα συμπτώματά τους υποχωρούν μετά την πάροδο ενός τριμήνου από το γεγονός. Αν τα συμπτώματα συνεχίζουν να υπάρχουν η αναζήτηση θεραπείας θα συμβάλει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και την αντιμετώπιση της διαταραχής.
Ποια είναι τα συμπτώματα της Μετατραυματικής Διαταραχής Άγχους;
Τα συμπτώματα της Μετατραυματικής Διαταραχής Άγχους μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες:
Επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος: Μερικά κοινά συμπτώματα που εμφανίζουν τα άτομα με Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους είναι οι συχνές μνήμες από το τραυματικό γεγονός, οι εφιάλτες και τα flashbacks κατά τη διάρκεια των οποίων το άτομο νιώθει σαν να ξαναζεί το τραυματικό γεγονός. Οι μνήμες από το τραυματικό γεγονός είναι πιθανό να αναζωπυρωθούν όταν το άτομο δει ή ακούσει κάτι που του θυμίσει την τραυματική εμπειρία.
Αποφυγή: Καθώς η ανάμνηση του τραυματικού γεγονότος είναι ιδιαίτερα δυσφορική, τα άτομα με Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους προσπαθούν να μην το σκέφτονται, αποφεύγουν άτομα, μέρη ή καταστάσεις που επαναφέρουν αυτές τις μνήμες, συχνά νιώθουν αποσυνδεδεμένοι από τα άτομα γύρω τους και αντιμετωπίζουν δυσκολία στη διαχείριση των συναισθημάτων τους. Η χρήση ουσιών ή αλκοόλ αποτελεί επίσης συνηθισμένη πρακτική για την εξάλειψη των αρνητικών συναισθημάτων.
Συμπτώματα σωματικού στρες: Συνηθισμένα συμπτώματα σωματικού στρες είναι η αϋπνία, η ευερεθιστότητα και ο διαρκής θυμός, η δυσκολία στη συγκέντρωση και η συνεχής εγρήγορση και ένταση.
Γιατί εκδηλώνεται η Μετατραυματική Διαταραχή Άγχους και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί;
Ένας πρώτος λόγος για την εκδήλωση της διαταραχής είναι ότι όταν οι άνθρωποι επιβιώνουν από ένα τραυματικό γεγονός, οι αναμνήσεις τους από αυτό συνδέονται στη μνήμη τους με ό,τι έβλεπαν, άκουγαν, μύριζαν ή ένιωθαν κατά τη διάρκεια του γεγονότος. Στη συνέχεια, ανάλογα ερεθίσματα (π.χ. ίδιες ή παρόμοιες οσμές) επαναφέρουν στη μνήμη το τραυματικό γεγονός και τα αντίστοιχα συναισθήματα.
Ένας δεύτερος λόγος αφορά τη λειτουργία της επεξεργασίας των πληροφοριών. Όταν το άτομο βιώσει ένα τραυματικό γεγονός έχει ανάγκη να το κατανοήσει και να το επεξεργαστεί. Η κατανόηση και η επεξεργασία του γεγονότος συμβαίνει μόνο με την επαναφορά του στη μνήμη. Καθώς όμως η ανάμνηση αυτή είναι δυσφορική, το άτομο προσπαθεί να την εξαλείψει (π.χ. μέσω της αποφυγής ή της χρήσης αλκοόλ) με αποτέλεσμα οι αναμνήσεις αυτές να γίνονται περισσότερο έντονες και να προκαλούν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα.
Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική θεραπεία έχει ερευνητική υποστήριξη για την αποτελεσματικότητά της στην αντιμετώπιση της Μετατραυματικής Διαταραχής Άγχους. Με τη βοήθεια του θεραπευτή, το άτομο μαθαίνει να μειώνει τα έντονα δυσφορικά συναισθήματα και τις μνήμες από την τραυματική εμπειρία καθώς επεξεργάζεται το γεγονός και προσπαθεί να βγάλει νόημα από αυτό. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ο θεραπευόμενος θα αποκαταστήσει και μερικές βασικές πεποιθήσεις που κατά τη διάρκεια της τραυματικής του εμπειρίας κλονίστηκαν. Οι διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις που διαμορφώθηκαν μετά το τραυματικό γεγονός, ως μια προσπάθεια κατανόησης και επεξεργασίας του, συμβάλουν στην εκδήλωση των συμπτωμάτων στρες. Οι πεποιθήσεις «ο κόσμος σε γενικές γραμμές είναι ασφαλής» ή «γενικά τα γεγονότα είναι προβλέψιμα» είναι βασικές στη ζωή του ατόμου καθώς συντελούν στη διαμόρφωση του αισθήματος της ασφάλειας και της αίσθησης της ικανότητας ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις επικείμενες καταστάσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barlow, D. (2014). Clinical handbook of psychological disorders. N.Y.: The Guilford Press.
Leahy, R., Holland, S., & McGinn. L. (2012). Treatment plans for depression and anxiety disorders. N.Y.: The Guilford Press.
Μαζί μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα προσωπικά και συναισθηματικά προβλήματα που σας απασχολούν.
Γενικευμένη Αγχώδης... περισσότερα