Ο όρος τελειοθηρία ή τελειομανία περιγράφει την επιθυμία και την προσπάθεια του ατόμου για επίτευξη όσο το δυνατό υψηλότερης επίδοσης, η οποία συνοδεύεται από αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης της επίδοσης αυτής.
Με άλλα λόγια το άτομο όχι μόνο θέτει υψηλά κριτήρια επίδοσης αλλά ταυτόχρονα τα κριτήρια αυτά χαρακτηρίζονται από αυστηρότητα, υπερβολή και ακαμψία.
Το άτομο με τελειομανία έχει χάσει τον αυθορμητισμό του, δεν διασκεδάζει συχνά, αναλώνεται σε πολλές ώρες εργασίας και η σχέση του με τον εαυτό του διέπεται από τις υψηλές απαιτήσεις που ο ίδιος έχει θέσει. Ο κυρίαρχος φόβος του ατόμου είναι ο φόβος της αποτυχίας, ο οποίος, αντίθετα από αυτό που θα περίμενε κανείς, εδραιώνεται και γίνεται πιο ισχυρός, όσο το άτομο πετυχαίνει τους υψηλούς στόχους που θέτει και «κερδίζει» τον θαυμασμό των άλλων.
Η σκέψη που ακολουθεί συνήθως την «επιτυχία» είναι «τώρα τα κατάφερα, κανείς όμως δεν με διαβεβαιώνει ότι θα τα καταφέρω και στο μέλλον. Χρειάζεται να προσπαθήσω ακόμα περισσότερο για να μην αποτύχω».
Ο φαύλος κύκλος που σιγά σιγά εγκαθιδρύεται με αυτό τον τρόπο, έχει ως αποτέλεσμα το άτομο με τελειοθηρία να μην λαμβάνει ικανοποίηση από τα επιτεύγματά του και να συνεχίζει την ατέρμονη προσπάθεια επίτευξης υψηλότερης επίδοσης. Η αυτοπεποίθηση του ατόμου πλήττεται καθώς εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες («είμαι ικανός όσο πετυχαίνω») και όχι από σταθερές, εσωτευρικευμένες πεποιθήσεις που αφορούν την ικανότητα και τις δυνατότητές του («είμαι ικανό άτομο ανεξάρτητα από τις εκάστοτε συνθήκες για επίτευξη»). Το άτομο με αυτοπεποίθηση, μπροστά στην αποτυχία, θα εξετάσει σφαιρικά τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή και θα αποδώσει τις ανάλογες ευθύνες. Ο τελειομανής, αντίθετα, θα την αντιμετωπίσει ως μια απόδειξη του πόσο αποτυχημένος είναι.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου με τελειοθηρία συχνά καθίστανται, επίσης, δυσχερείς. Οι λόγοι είναι ποικίλοι και αφορούν είτε τις υπερβολικές απαιτήσεις του ατόμου προς τους άλλους, είτε τις περιορισμένες κοινωνικές επαφές λόγω της υπερβολικής ενασχόλησής του με την επίτευξη των στόχων του, είτε τις πεποιθήσεις που τείνει να διαμορφώσει ως προς τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από εκείνον. Ο τελευταίος λόγος, ειδικά, εμποδίζει σημαντικά την εγγύτητα στις σχέσεις με τους άλλους καθώς ο τελειομανής βιώνει διαρκώς το άγχος να αντεπεξέλθει στις προσδοκίες αυτές (που ο ίδιος εσφαλμένα έχει θεωρήσει ότι οι άλλοι διατηρούν για εκείνον) με αποτέλεσμα να απομακρύνεται από τους άλλους.
Στο χώρο της ψυχικής υγείας γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της λειτουργικής τελειοθηρίας και της κλινικής.
Η πρώτη ξεχωρίζει από την δεύτερη καθώς το άτομο με λειτουργική τελειοθηρία διαθέτει περισσότερη ευελιξία στην αναδιαμόρφωση των στόχων του, όταν φαίνεται ότι αυτοί δεν είναι εφικτοί ή όταν διαφαίνεται η ανελαστικότητα στα κριτήρια που έχουν τεθεί. Το άτομο με λειτουργική τελειοθηρία φαίνεται ότι μπορεί να ελέγξει καλύτερα την πεποίθηση ότι «το τέλειο είναι εφικτό» και έτσι να επωφελείται από την τάση του για τελειοθηρία: μπορεί να έχει υψηλές επιδόσεις σε πραγματοποιήσιμους στόχους. Στην λειτουργική τελειοθηρία ο φόβος της αποτυχίας και του λάθους καθώς και οι απόψεις των άλλων δεν αποτελούν την κινητήριο δύναμη. Από αυτή την άποψη η λειτουργική τελειοθηρία εκφράζει τα χαρακτηριστικά εκείνα που χρειάζεται να διαθέτει κάποιος όταν θέλει να επιτύχει έναν στόχο: οργάνωση, μέθοδο, επιμονή, αλλά και την ικανότητα να αξιολογεί την σημαντικότητα ενός στόχου και την ετοιμότητά του να επαναπροσδιορίσει τον στόχο όταν αυτός δεν είναι εφικτός. Αντίθετα, η κλινική τελειοθηρία, όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω, καθιστά το άτομο ευάλωτο στην εκδήλωση ψυχικών διαταραχών όπως η κατάθλιψη. Η λέξη κλειδί στην αντιμετώπιση της κλινικής τελειοθηρίας είναι η ευελιξία: το άτομο χρειάζεται να μάθει να σκέπτεται περισσότερο ευέλικτα έτσι ώστε, αφενός, να ιεραρχεί τους στόχους του, να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, να τους επαναπροσδιορίζει όταν αυτό είναι απαραίτητο και να λαμβάνει ικανοποίηση από την πραγματοποίησή τους και, αφετέρου, να διαμορφώσει μια σταθερή και θετική εικόνα εαυτού.